Τα επικίνδυνα υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης οδήγησαν στη λήψη έκτακτων μέτρων στο Νέο Δελχί. Όμως το πρόβλημα είναι ευρύτερο και χρόνιο στην Ινδία: πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη και τέταρτο μεγαλύτερο παγκοσμίως ρυπαντή.
Πρόκειται για επίπεδα πολλαπλάσια υψηλότερα από το όριο ασφαλείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, με αποτέλεσμα οι συνθήκες να χαρακτηρίζονται «πολύ κακές» έως «σοβαρές» για τη δημόσια υγεία.
Κι αυτό, όχι μόνο για άτομα με υποκείμενα νοσήματα, πολλώ δε μάλλον μεσούσης της πανδημίας.
Ο αριθμός των παιδιών με παθήσεις του αναπνευστικού έχει τριπλασιαστεί τις τελευταίες ημέρες -με πολλά να χρήζουν παροχής οξυγόνου ή ακόμη και νοσηλείας σε ΜΕΘ.
Το αποτέλεσμα είναι η τοπική κυβέρνηση στο Νέο Δελχί να προχωρήσει στην επιβολή έκτακτων μέτρων.
Δεν είναι ωστόσο η πρώτη χρονιά που συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στην ινδική πρωτεύουσα και, κατά πώς φαίνεται, δεν θα είναι ούτε η τελευταία…
Κάθε πέρσι και καλύτερα
Κάθε τέτοια εποχή τα τελευταία χρόνια, οι κάτοικοι του Νέου Δελχί, των γύρω περιοχών, αλλά και των βόρειων περιοχών της πολυπληθέστερης δημοκρατίας στον πλανήτη βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα ολοένα και πιο επικίνδυνο τοξικό νέφος.
Για την ακρίβεια, οι περισσότερες πόλεις με τη μεγαλύτερη ατμοσφαιρική ρύπανση διεθνώς εντοπίζονται σταθερά τα τελευταία χρόνια στην Ινδία.
Μόνο το 2019, πριν ενσκήψει δηλαδή η πανδημία, οι νεκροί λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης υπολογίζονταν συνολικά σε 1,7 εκατομμύρια στη χώρα.
Όχι τυχαία, η Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) είναι πλέον η δεύτερη αιτία θανάτου στην Ινδία, μετά τις καρδιοπάθειες.
Ο δε μέσος όρος ηλικίας ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα ολοένα και μειώνεται, σε καπνιστές και μη.Διεθνείς μελέτες εν τω μεταξύ καταδεικνύουν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων, βραχυπρόθεσμων και μη, σε όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Από αυξημένο κίνδυνο για καρδιακές προσβολές, εγκεφαλικά επεισόδια και άσθμα, έως μειωμένη ανάπτυξη εμβρύων, βλάβες στους πνεύμονες των παιδιών και περιορισμό των γνωστικών ικανοτήτων.
Η ζοφερή αυτή κατάσταση αποδίδεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων στην πέμπτη -βαριά εξαρτώμενη από τα ορυκτά καύσιμα- οικονομία του πλανήτη και τέταρτο μεγαλύτερο (μετά την Κίνα, τις ΗΠΑ και την Ε.Ε.) ρυπαντή της ατμόσφαιρας με αέρια του θερμοκηπίου παγκοσμίως.
Είναι οι βιομηχανικοί ρύποι, πολλώ δε μάλλον από τις μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που βασίζονται στην καύση άνθρακα.
Οι εκπομπές ρύπων από τα οχήματα στους πολύβουους ινδικούς δρόμους.
Η καύση γεωργικών αποβλήτων, και δη καλαμιών ρυζιού μετά τη συγκομιδή κάθε Νοέμβριο, σε τεράστιες αγροτικές εκτάσεις.
Η χρήση φθηνών καυσίμων -από ξύλο, έως κοπριά- από εκατομμύρια φτωχά νοικοκυριά για το μαγείρεμα.
Η σκόνη. Η γεωγραφική θέση των περίκλειστων μεγαλουπόλεων, όπως του Νέου Δελχί, και το τείχος που σχηματίζουν στον αέρα τα Ιμαλάια στον ινδικό βορρά.
Οι καιρικές συνθήκες στις αρχές του χειμώνα, όταν οι χαμηλές θερμοκρασίες και οι ασθενείς άνεμοι παγιδεύουν τους ρύπους στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας.
Ακόμη και οι κροτίδες κατά τη διάρκεια του ινδουιστικού φεστιβάλ των φώτων, του Diwali, κάθε Νοέμβρη, που παράγουν αιθαλομίχλη.
Πάνω από όλα, ωστόσο, είναι τα μέχρι σήμερα ελλιπή κυβερνητικά μέτρα της Ινδίας, η οποία (μαζί με την Κίνα) φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την τελική συμφωνία στην COP2 ως προς τη χρήση ορυκτών καυσίμων, με αναφορά στον σταδιακό περιορισμό και όχι στη σταδιακή κατάργησή τους.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η κυβέρνηση του εθνικιστή πρωθυπουργού Μόντι έθεσε το 2070 ως χρονικό όριο επίτευξης κλιματικής ουδετερότητας στη χώρα του -μία 20ετία αργότερα από τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης.
Μέτρα «ασπιρίνη»
Ελλείψει πολιτικής βούλησης, πολλές σχετικές με το περιβάλλον συστάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ινδίας πέφτουν τα τελευταία χρόνια στο κενό.
Ορισμένες μάλιστα αποφάσεις του δεν εφαρμόζονται καν στην πράξη -όπως αυτή του 2019, βάσει της οποίας θα έπρεπε να είχε ήδη σταματήσει γύρω από το Νέο Δελχί η καύση γεωργικών αποβλήτων.
Σε επίπεδο ομοσπονδιακής κυβέρνησης έχουν ληφθεί αντίστοιχα διάφορες αποφάσεις, εκ των οποίων ορισμένες κρίνονται μεσοβέζικες και άλλες προβληματικές στην εφαρμογή τους.
Ως μία από τις μεγαλύτερες αγορές αυτοκινήτων παγκοσμίως, για παράδειγμα, η Ινδία έχει θέσει ως στόχο, έως το 2030, τουλάχιστον το 65% των νέων οχημάτων που θα πωλούνται να είναι ηλεκτρικά.
Ωστόσο, οι ινδικές εταιρείες ζητούν τώρα επιπλέον στήριξη και κίνητρα, καθώς οι τιμές των ηλεκτρικών οχημάτων παραμένουν υψηλές και η υποδομή φόρτισης ανεπαρκής.
Παρά τις αυξημένες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, εν τω μεταξύ, το 60% της συνολικής παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ινδία συνεχίζει να γίνεται σε σταθμούς με καύση άνθρακα.
Η δε παροχή φιαλών υγραερίου σε εκατομμύρια φτωχά νοικοκυριά, προκειμένου να μειωθεί η καύση βιομάζας για το μαγείρεμα, «σκοντάφτει» στο υψηλό κόστος αναγόμωσης.
Κατά τα λοιπά, η κυβέρνηση Μόντι εμφανίζεται απρόθυμη να λάβει ισχυρά μέτρα κατά των μεγάλων εγχώριων ρυπαντών, φοβούμενη αφενός το πολιτικό κόστος της ρήξης με ισχυρά συμφέροντα και ομάδες, αφετέρου τυχόν πλήγμα στην οικονομική ανάπτυξη και στην αγορά εργασίας.
Παρ’ όλα αυτά, τώρα διακηρύττει ότι θα επιδιώξει μείωση της συγκέντρωσης επιβλαβών αιωρούμενων μικροσωματιδίων (PM2.5) στις ινδικές πόλεις κατά 20-30% μέχρι το 2024.
«Αυτό θα ήταν πιο εφικτό, εάν είχαν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι εκπομπών για συγκεκριμένους κλάδους», παρατηρεί ο Economist.
«Ακόμη όμως και οι τελευταίες εκτιμήσεις βασίζονται σε δεδομένα του 2015 και του 2016», επισημαίνει.
Κι έτσι, «χωρίς ενημερωμένα και αντιπροσωπευτικά στοιχεία, οι περιβαλλοντικές πολιτικές της Ινδίας κινδυνεύουν να είναι τόσο θολές, όσο και ο αέρας της»