Μελέτη – Προσεχώς τεστ που μετρά την ευαισθησία μας στο στρες

0
116

Υψηλότερος ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου για όσους έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στις ορμόνες του στρες.

Οι άνθρωποι που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις ορμόνες του στρες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου, σύμφωνα με μία νέα μελέτη Ελλήνων επιστημόνων, οι οποίοι βρήκαν και ένα συγκεκριμένο «προφίλ» πρωτεϊνών που σχετίζεται με αυτήν την ευαισθησία.

Η έρευνα αποσκοπεί στη δημιουργία -για πρώτη φορά- ενός τεστ που θα μπορεί να διακρίνει τους ανθρώπους σε όσους είναι ευαίσθητοι και όσους είναι ανθεκτικοί στις ορμόνες του στρες, συγκεκριμένα στα γλυκοκορτικοειδή (μεταξύ των οποίων η κορτιζόλη), που παράγονται με φυσικό τρόπο στο σώμα. Αυτές οι ορμόνες, που είναι σημαντικές για τον μεταβολισμό και το υγιές ανοσοποιητικό σύστημα, δρουν ως αντιφλεγμονώδη και συχνά χρησιμοποιούνται από τους γιατρούς κατά των αλλεργιών του άσθματος και άλλων παθήσεων που εμπλέκουν την υπεραντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Όμως, δεν αντιδρούν όλοι οι άνθρωποι το ίδιο καλά σε αυτές τις ορμόνες, γι’ αυτό χρειάζεται ένα τεστ που να διακρίνει τους υπερευαίσθητους. Οι γιατροί αναζητούν έναν τρόπο για να ελαχιστοποιήσουν τις ανεπιθύμητες παρενέργειες σε όσους ανθρώπους χρειάζονται θεραπεία με γλυκορτικοειδή. Η νέα μελέτη ανοίγει τον δρόμο για να βρεθεί ένα τεστ που θα βασίζεται σε βιοδείκτες υψηλού κινδύνου για διαταραχές σχετιζόμενες με το στρες, όπως το έμφραγμα και το εγκεφαλικό. Έτσι, θα δημιουργηθούν νέες διαγνωστικές ή θεραπευτικές δυνατότητες.

Οι ερευνητές του Παιδιατρικού Τμήματος Ενδοκρινολογίας, Μεταβολισμού και Διαβήτη της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς επίσης των Τμημάτων Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού και Βιοτεχνολογίας του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, με επικεφαλής τον δρα Νικόλα Νικολαΐδη και την καθηγήτρια Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας Ευαγγελία Χαρμανδάρη, έκαναν τη σχετική ανακοίνωση στο 59ο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Παιδιατρικής Ενδοκρινολογίας.

Οι πρωτεΐνες στον οργανισμό βοηθούν στην αναγνώριση, μεταφορά και επιτέλεση της δράσης των ορμονών όπως τα γλυκοκορτικοειδή. Συνεπώς, μπορεί να ανιχνευθεί ένα διαφορετικό πρωτεϊνικό «προφίλ» μεταξύ των ευαίσθητων και των ανθεκτικών σε αυτές τις ορμόνες του στρες. Σημειώνεται, ότι το χρόνιο στρες έχει προ καιρού συσχετιστεί με αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Οι Έλληνες ερευνητές, οι οποίοι μελέτησαν 101 υγιείς εθελοντές, στους οποίους χορηγήθηκε το βράδυ μία χαμηλή δόση (0,25 μιλιγκράμ) του γλυκοκορτικοειδούς δεξαμεθαζόνη (που χρησιμοποιείται και στη θεραπεία της Covid-19), κατέταξαν τους συμμετέχοντες σε ευαίσθητους και ανθεκτικούς με βάση τα επίπεδα κορτιζόλης στο αίμα τους το επόμενο πρωί. Η περαιτέρω ανάλυση με Υγρή Χρωματογραφία – Φασματομετρία Μάζας εντόπισε συγκεκριμένες διαφορές στο «προφίλ» των πρωτεϊνών ανάμεσα στις δύο ομάδες. Από τις πρωτεΐνες στην ομάδα των ευαίσθητων, αρκετές σχετίζονταν με θρόμβωση του αίματος, σχηματισμό πλακών βήτα-αμυλοειδούς στη νόσο Αλτσχάιμερ και τη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.

Όπως είπε ο δρ Νικολαΐδης, «τα ευρήματα μας δείχνουν για πρώτη φορά πώς η αυξημένη ευαισθησία στα γλυκοκορτικοειδή μπορεί να σχετίζεται με διαταραχές σχετιζόμενες με το στρες, συμπεριλαμβανομένων των εμφραγμάτων του μυοκαρδίου και του εγκεφάλου, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέες θεραπευτικές παρεμβάσεις». Πρόσθεσε, πάντως, ότι «επρόκειτο για μία μικρή μελέτη, συνεπώς πρέπει να γίνουν περαιτέρω μεγαλύτερες μελέτες, ώστε να επιβεβαιώσουν τις παρατηρούμενες διαφορές ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι ευαίσθητοι στα γλυκορτικοκειδή και στους ανθεκτικούς σε αυτά». Οι ερευνητές ήδη σχεδιάζουν τέτοιες μεγαλύτερες μελέτες.

Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, «υποθέτουμε ότι αν οι πιο ευαίσθητοι στα γλυκοκορτικοειδή εκτεθούν σε υπερβολικό ή παρατεταμένο στρες, η συνεπαγόμενη αυξημένη ενεργοποίηση στα κύτταρα του αίματός τους μπορεί να τους προδιαθέτει για τον σχηματισμό θρόμβων στην καρδιά και στον εγκέφαλο, οδηγώντας σε εμφράγματα και εγκεφαλικά. Θα μπορούσαμε, πιθανώς, να εντοπίζουμε εκείνους που κινδυνεύουν περισσότερο και χρειάζονται διαχείριση του στρες τους».

Πηγή