Μπορεί το Black Adam να έχει σήμανση PG-13, δηλαδή ότι είναι για άτομα άνω των 13 ετών και στα ανήλικα με γονική συμπαρουσία, αλλά το μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας θα μπορούσε άνετα να απευθύνεται σε πιτσιρίκια.
Ο Ντουέιν Τζόνσον μπορεί να κάνει πραγματικότητα ένα όνειρο 15 ετών, μπορεί να είναι επιτέλους ο υπερήρωας που ήθελε από μικρός να είναι και να μη δέχτηκε καμία άλλη πρόταση από την DC, αλλά μόνο όνειρο δεν είδαμε στις οθόνες.
Ο συνδυασμός DC και Ντουέιν Τζόνσον, που έβαλε την εταιρεία παραγωγής του και είχε λόγο στο δημιουργικό κομμάτι, δε θα μπορούσε με τίποτε να προσφέρει κάτι περισσότερο από ένα μέτριο Black Adam, που λίγες ώρες μετά την θέαση, σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να έχει 7.5 βαθμολογία, αλλά προϊόντος του χρόνου θυμόμουν όλα όσα δε μου άρεσαν.
Θέλησα να είμαι επιεικής με την ταινία που ανέβηκε στο Netflix και καπάρωσε το νο1, αλλά και τώρα που γράφω, η επιείκεια πάει μια βολτούλα μέχρι τα βουνά, για να φέρει στη θέση της την τρελίτσα.
Το Black Adam των 200 εκατομμυρίων ευρώ έχει κακό σενάριο. Όχι στο κομμάτι της πλοκής, αλλά στο κομμάτι της παρουσίας των ρόλων, των χαρακτήρων. 10 τυχάρπαστους απ’ έξω από το στούντιο να διάλεγαν, πάλι ίδιο θα ήταν το αποτέλεσμα. Κι επειδή το σενάριο δεν είναι καθόλου βοηθητικό προς το καστ, καταλήγουμε να βλέπουμε μέχρι και τον Πιρς Μπρόσναν να έχει καταγωγή από την Αταλάντη.
Ευτυχώς, κατάφεραν να κρατήσουν χαμηλά τα διαλογικά σημεία του Ντουέιν Τζόνσον, που μπορεί στις δικές του παραγωγές να βγαίνει συνήθως οκ, υποφερτός και κουλ, αλλά εδώ είναι πιο νερόβραστος κι από μακαρόνι. Θέλει τόσο να δείξει με το σενάριο τη διαφορετικότητα του Black Adam, άρα την ανωτερότητα του σε σχέση με τους άλλους superheros, που αγνοεί όλα τα υπόλοιπα.
Το στόρι του Black Adam έχει πολλά στοιχεία που θα μπορούσαν να βοηθήσουν για κάτι παραπάνω. Σε κρατάει από την αρχή αυτό το φανταστικό βασίλειο του Κάντακ, σε ένα στόρι που αιγυπτιάζει και φέρνει κάτι από το The Mummy.
Η ταινία δεν πετυχαίνει να συντηρήσει έστω κάποια από αυτά. Ο villain, ο Ίσμαηλ είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, καθαρά και μόνο σε σύγκριση με την υπόλοιπη υπό του μετρίου φάση, βλέπουμε 3-4 σκηνές δράσης που έχουν και το αποψιακό να επενδυθούν με ένα τραγούδι και ουδέν περισσότερο.
Όλο το καστ μοιάζει να μην έχει καταβάλει προσπάθεια για να πει τα λόγια του, απλώς απαγγέλει και πασχίζει να ακολουθήσει την ταυτοχρονία της δράσης και του μηδαμινού character building. Η απογείωση του κραυγαλέα κακόγουστου, έρχεται στο φινάλε με την άνοδο του Σατανοβάκχου από τον Κάτω Κόσμο.
Αν το Black Adam ήταν 2 ώρες μόνο σκηνές δράσης, τότε θα του άξιζε το 7.5. Δεν είναι όμως. Και δε θα μπορούσε κιόλας, θα γινόταν λογικά μονότονο. Έχει σκηνές, περισσότερες από τις καλές, όπου το καταλαβαίνεις πως υπήρχαν δεν υπήρχαν, δε θα σε ένοιαζε και πολύ.
Let’s cut to the chase, που λεν’ κι οι Γκρίνγκοι. Αν υπήρχε μια κινηματογραφική σήτα, το Black Adam που δε θα έπεφτε στις τρυπούλες, θα ήταν συνολικά 25-30 λεπτά. Το υπόλοιπο θα έπεφτε στον νεροχύτη.
Δεν έχει βέβαια μόνο κακά η ταινία. Ο σκηνοθέτης Γκιγιόμ Σερά είχε κάποιες καλές εκτελέσεις στις λήψεις του και αποτύπωσε στον ιδανικότερο βαθμό τις σκηνές μάχης. Είχε επίσης καλό χιούμορ σε κάμποσες σκηνές, το μοναδικό δηλαδή credit για το σενάριο. Αυτά.