Το τέλος του workahol-ισμού ή η απόδειξη πως η νέα γενιά «βαριέται να δουλεύει»;
Tην πρώτη φορά που άκουσα τον όρο «quiet quitting» νόμιζα πως ήταν αντίδραση ενάντια στη νέα τάση τού να παραιτείσαι «με θόρυβο», ανεβάζοντας δηλαδή post στα social media με όλα όσα πήγαιναν στραβά στην εταιρεία όπου δούλευες (ναι, συμβαίνει). Αλλά η millennial καρδιά μου δεν ήταν έτοιμη για το σοκ όταν κατάλαβα τι είναι στ’ αλήθεια το φαινόμενο του quiet quitting – και γιατί όλοι οι entrepreneurs και business experts είναι έξαλλοι.
Όπως σχεδόν όλα τα trends τελευταία, ο όρος πρωτοέγινε γνωστός από το TikTok. Στις 25 Ιουλίου ο χρήστης Zaid K ανέβασε ένα βιντεάκι 17 δευτερολέπτων με εικόνες από τη ζωή στη Νέα Υόρκη, το μετρό, τα πάρκα και τον εαυτό του να φοράει μάσκα. Το κείμενο στην οθόνη λέει: «Η δουλειά δεν είναι η ζωή σου. Η αξία σου δεν μετριέται με το πόσο παραγωγικός είσαι. Το quiet quitting αφήνει πίσω την ιδέα ότι πρέπει να τα δίνεις όλα στη δουλειά». Σήμερα, το βίντεο έχει 488.300 like: σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι συμφωνούν με τον Zaid K. Είμαι μία από αυτούς.
Οι γνώμες του κόσμου στα social media είναι γενικά υπέρ του quiet quitting. «To quiet quitting δεν είναι τεμπελιά», λέει ο ψυχολόγος και TED speaker Ανταμ Γκραντ, και 9.750 άτομα συμφωνούν. «Το να μην τα δίνεις όλα είναι μια φυσιολογική αντίδραση στις δουλειές που δεν αξίζουν τον κόπο, στα αφεντικά που σε εκμεταλλεύονται και στους χαμηλούς μισθούς».
Η εφημερίδα The Guardian αναγνωρίζει πως το quiet quitting είναι η συνειδητοποίηση ότι το νόημα της ζωής δεν βρίσκεται στις υπερωρίες και οι ήδη κουρασμένοι από την πανδημία υπάλληλοι αρχίζουν να χάνουν τον ενθουσιασμό τους (ιδίως όταν οι κόποι τους δεν έχουν τελικά αντίκρισμα). Τα περισσότερα media όμως προειδοποιούν ότι το quiet quitting βλάπτει σοβαρά την εργασιακή υγεία. Οι New York Times από τη μία αναρωτιούνται αν όντως χρειάζεται να δημιουργήσουμε ένα νέο catchphrase για κάτι που υπονοεί ότι «απλά κάνουμε τη δουλειά μας», από την άλλη κλείνουν με τα λόγια ενός career coach που αποκαλεί το φαινόμενο «passive aggressive» και «θλιβερό», καθώς οι εργαζόμενοι «χάνουν το χρόνο τους» σε μια δουλειά που ξεκάθαρα δεν αγαπούν.
Η Wall Street Journal αρχικά εξίσωσε το quiet quitting με το να μην παίρνεις τη δουλειά σου και τόσο στα σοβαρά (αν και νεότερα άρθρα της χειρίζονται το θέμα κάπως πιο ισορροπημένα). Ο Κέβιν Ο’Λίρι του «Shark Tank» πιστεύει ακράδαντα ότι το quiet quitting στέκεται στο δρόμο της επαγγελματικής επιτυχίας. Η Αριάννα Χάφινγκτον έγραψε στο LinkedIn ότι «τo quiet quitting είναι στην πραγματικότητα παραίτηση από τη ζωή». Με όλο το σεβασμό, Αριάννα μου, «παραίτηση από τη ζωή» είναι η έκφραση του προσώπου μου όταν βλέπω το λογαριασμό του ηλεκτρικού, όχι όταν αρνούμαι να βάλω πλάτη σε πελάτες που πληρώνουν ψίχουλα.
Το quiet quitting είναι ένα θέμα καθαρά ταξικό – τι έκπληξη, ζούμε σε καπιταλιστική κοινωνία! Κάποιοι άνθρωποι έχουν το προνόμιο να κάνουν δουλειές που τους εμπνέουν (είμαι μία από αυτούς) και τη δυνατότητα να βρουν παρόμοιες δουλειές αργότερα, όταν οι τωρινές τους πάψουν να τους εμπνέουν (δεν είμαι μία από αυτούς, σου είπα για το λογαριασμό του ηλεκτρικού;). Ωστόσο, μόνο το 20% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού είναι υπάλληλοι γραφείου. Για το υπόλοιπο 80% η δουλειά είναι κάτι που συμβαίνει στις οικοδομές, στα εργοστάσια, στα χωράφια, στα σχολεία, στα νοσοκομεία, στα εστιατόρια, στα ξενοδοχεία, στις γραμμές των τρένων και των λεωφορείων. Κι ενώ φυσικά είναι εξαιρετικά πιθανό να αγαπάς τη δουλειά σου και να σε εμπνέει αυτό που κάνεις σε όλους αυτούς τους κλάδους, η πανδημία χτύπησε τους παραπάνω κλάδους πιο σκληρά απ’ όλους.
Το μεγάλο κύμα παραίτησης που οι ειδικοί αποκαλούν «Great Resignation», σύμφωνα με το οποίο υπάλληλοι παραιτούνται σωρηδόν λόγω εξάντλησης, προβλημάτων με το πώς χειρίστηκε τον COVID η εταιρεία τους ή ακόμα και επειδή απλώς πρέπει να μείνουν σπίτι να φροντίσουν παιδιά ή ηλικιωμένους, δεν έχει ακόμα τελειώσει. Αρκετές εταιρείες δεν προσλαμβάνουν νέο προσωπικό, είτε γιατί δεν μπορούν να βρουν τους σωστούς υποψηφίους, είτε γιατί θέλουν να αυξήσουν το κέρδος τους μειώνοντας τα έξοδα του προσωπικού. Οι εργαζόμενοι που έχουν απομείνει κάνουν ήδη παραπάνω δουλειά για να καλύψουν τις ελλείψεις, πολύ συχνά χωρίς επιπλέον μισθό.
Είμαστε όλοι κουρασμένοι, και είναι λογικό. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, το 77% των υπαλλήλων παγκοσμίως υποφέρει (τώρα ή πρόσφατα) από υπερκόπωση. Η εταιρεία ερευνών Gallup στην Αμερική βρήκε ότι το 50% των υπαλλήλων αυτή τη στιγμή κάνει quiet quitting ολοκληρώνοντας τα απολύτως απαραίτητα tasks και κρατώντας ψυχολογικές αποστάσεις από τη δουλειά στις ώρες κατά τις οποίες δεν δουλεύουν (κάποιοι και τις ώρες που δουλεύουν). Τυχαίο; Δεν νομίζω. Και σίγουρα δεν βοηθάει το γεγονός ότι πολλοί από εμάς δουλεύουν πλέον από το σπίτι, είτε συνέχεια είτε κάποιες ημέρες της εβδομάδας. Οταν τα παιδιά τρέχουν στο σαλόνι και οι κιλοβατώρες του ηλεκτρικού τρέχουν για όλους μας σαν κόκκοι άμμου στην κλεψύδρα της οικονομίας μας, το να νοιαστούμε για το όραμα του εργοδότη μας έρχεται κάπως σε δεύτερη μοίρα.